ΑΘΗΝΑ
13:12
|
30.04.2024
Ακόμα και μετά θάνατον, ο O.J. Simpson δεν μπορεί να αποφύγει την μαζική επίκριση.
Γνωστός και με το παρατσούκλι «Χυμός»
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η είδηση πως ο Simpson, γνωστός και με το παρατσούκλι «Χυμός» (τα αρχικά του ονόματος Orenthal James είναι και η σύντμηση του orange juice=χυμός πορτοκάλι) πέθανε σε ηλικία 76 ετών από καρκίνο του προστάτη στο σπίτι του στο Λας Βέγκας έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις για το πως μεγάλα αμερικανικά μέσα όπως οι New York Times τον περιέγραψαν: μεγάλο αθλητή του αμερικανικού ποδοσφαίρου και κατηγορούμενο που αθωώθηκε, αντί για στυγνό δολοφόνο. Εάν έπρεπε εγώ να περιγράψω την κεντρική του ταυτότητα, θα έλεγα πως ο Simpson ήταν ίσως ο πιο εμβληματικός Αμερικανός της σύγχρονης εποχής. Κανένας άλλος δεν συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις αντιφάσεις, τις ελπίδες, και τελικά, την ματαιότητα του αμερικανικού ονείρου.

Αρχικά η θεαματική αθώωση του Simpson στην λεγόμενη «δίκη του αιώνα» το 1995 για την δολοφονία της εν διαστάσει συζύγου του και πρώην μοντέλου Νικόλ Μπράουν και του 26χρονουσερβιτόρου Ρον Γκόλντμαν έμοιαζε με το μεγαλύτερο σκορ της ζωής του. Από τότε, ο Simpson βίωσε μια θεαματική πτώση. Βυθισμένος σε χρέη εκατομμυρίων προς τις οικογένειες των θυμάτων μιας και καταδικάστηκε τελικά από αστικό δικαστήριο δυο χρόνια μετά την αθώωση στο ποινικό (ένα παράδοξο του δικανικού συστήματος των ΗΠΑ), ο Simpson αναγκάστηκε να πουλήσει την έπαυλή του σε προάστιο του Λος Άντζελες. Οστρακισμένος πλέον από τους κυρίως λευκούς πλούσιους φίλους του, έμπλεξε σύντομα με κακές παρέες και φυλακίστηκε για ένα αμφιλεγόμενο επεισόδιο. Σε ξενοδοχείο του Λας Βέγκας το 2007, προσπάθησε να αποσπάσει από έναν παράνομο διακινητή τα αθλητικά αναμνηστικά αντικείμενα αξίας που πίστευε ότι του είχαν κλέψει. Ένας φίλος που τον συνόδευε όμως έβγαλε περίστροφο. Και μόνο με την παρουσία του εκεί, και το ότι φώναξε «κανένας δεν φεύγει από αυτό το δωμάτιο», ο Simpson ήρθε αντιμέτωπος με κατηγορίες για ένοπλη ληστεία και απαγωγή. Η ανακοίνωση της καταδίκης του προγραμματίστηκε από την λευκή δικαστή την ίδια ακριβώς μέρα με την αθώωσή του για τις δολοφονίες δεκατρία χρόνια νωρίτερα. Η ποινή ήταν η ανώτερη δυνατή: τριάντα τρία χρόνια, όσα και τα εκατομμύρια που χρωστούσε στις οικογένειες (ο Simpson εξέτισε τελικά τα εννιά).

Στο αριστουργηματικό, βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ του Έζρα Έντελμαν «O.J.: Made in America» του 2016, ένας παιδικός φίλος του Simpson συνόψισε την εκδικητική αυτή φυλάκιση ως εξής: «Αυτό είναι λευκή δικαιοσύνη στην Αμερική, μεγάλε». Ο Έντελμαν αποφεύγει αριστοτεχνικά να πάρει θέση για την αθωότητα ή ενοχή του Simpson (σε αντίθεση με την πρόσφατη σειρά μυθοπλασίας στο Netflix) και εστιάζει στην φυλετική διάσταση μιας υπόθεσης που χώρισε τους Αμερικανούς σε δυο στρατόπεδα: από τη μια οι λευκοί που απαιτούσαν την καταδίκη, από την άλλη οι μαύροι που στήριξαν τον Simpson και τον υποδέχτηκαν ως άσωτο υιό. Στις διάσημες εικόνες ελικοπτέρου που έδειχναν σε ζωντανή μετάδοση το λευκό SUV του Simpson να συνοδεύεται από μια κουστωδία περιπολικών πριν εκείνος παραδοθεί, οι Αφροαμερικανοί δεν είχαν δει έναν πλούσιο σελέμπριτι δολοφόνο αλλά έναν «brother» που ξεφτίλιζε επιτέλους την λευκή αστυνομία.

Τα στοιχεία της υπόθεσης όμως έδειχναν την ενοχή του. Η Νικόλ έφερε πολλαπλά τραύματα από μαχαίρι στην έξοδο του σπιτιού της στο πλούσιο προάστιο του Μπρέντγουντ στο Λος Άντζελες. Ο Γκόλντμαν γνώριζε την Νικόλ και είχε πάει εκεί για να της επιστρέψει ένα ζευγάρι γυαλιά που η μητέρα της ξέχασε στο εστιατόριό του. Οι φωτογραφίες της σήμανσης αποτύπωσαν τα σώματά τους πεσμένα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Μια από τις μαχαιριές που δέχτηκε η Νικόλ την είχε σχεδόν αποκεφαλίσει. Δεν υπήρχαν μάρτυρες. Τα δυο μικρά παιδιά του ζεύγους Simpson κοιμόντουσαν στο δωμάτιό τους. Ο Simpson είχε αποχωρήσει λίγο μετά την ώρα θανάτου για το αεροδρόμιο από την έπαυλή του, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το σπίτι της Νικόλ. Σταγόνες αίματος και ίχνη από το DNA του βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος ενώ αίμα της Νικόλ βρέθηκε στο αυτοκίνητό του. Ένας ντετέκτιβ της αστυνομίας του Λος Άντζελες (γνωστής και ως LAPD), ανακάλυψε ένα δερμάτινο γάντι στον κήπο του Simpson· το άλλο γάντι ήταν πεταμένο σε μικρή απόσταση από τα πτώματα.

Για πολλούς, η δολοφονία της Νικόλ ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο ντετέκτιβ που βρήκε το γάντι, Μαρκ Φέρμαν, είχε ανταποκριθεί μερικούς μήνες πριν σε μια από τις πολλές κλήσεις της Νικόλ στην αστυνομία για βοήθεια. Στο ντοκιμαντέρ του Έντελμαν, ο Φέρμαν αναφέρει πως την είχε βρει να κλαίει με λυγμούς και τον Simpson να κραδαίνει ένα ρόπαλο του μπέιζμπoλ κοντά της. Ο Simpson είχε καταδικαστεί ήδη στο παρελθόν για ξυλοδαρμό της συζύγου του χωρίς όμως να φυλακιστεί. Η Νικόλ δεν τον κατήγγειλε ποτέ. Η ίδια και η οικογένειά της απολάμβαναν μια ευκατάστατη ζωή που χρηματοδοτούσε ο άντρας της. Μια φίλη της λέει στον Έντελμαν: «Ήταν πολλά όσα θα εγκατέλειπε» αν τον χώριζε.

Η πολιτική αγωγή, με επικεφαλής την λευκή εισαγγελέα με εμπειρία σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, Μάρσια Κλαρκ, εστίασε σε αυτό το παρελθόν και τα ιατροδικαστικά στοιχεία. Η υπεράσπιση του Simpson όμως ήταν μια δικηγορική «dream team». Ανάμεσά τους ο Μπάρι Σεκ, που ως μετέπειτα συνιδρυτής της οργάνωσης Innocence Project ανέτρεψε εκατοντάδες λανθασμένες αποφάσεις καταδίκης σε θάνατο, κυρίως Αφροαμερικανών αντρών, με την λεγόμενη εκ των υστέρων εξακρίβωση στοιχείων DNA. Ο Σεκ ανέδειξε τα απανωτά λάθη των ντετέκτιβ και εμπειρογνωμόνων του LAPD που «μόλυναν» τον τόπο του εγκλήματος, γιατί δεν φορούσαν γάντια ενώ σκεπάσαν το πτώμα της Νικόλ με μια κουβέρτα από το σπίτι της. Ένας ντετέκτιβ μετέφερε ένα φιαλίδιο με το αίμα του Simpson στην τσέπη του. Παρ’ότι το LAPD είχε αντιμετωπίσει τον Simpson ευνοϊκά στην ανάκριση, ο Τζόνι Κόκραν, θρυλικός δικαιωματικός δικηγόρος, γνωστός για την ατάκα της αγόρευσής του πως εφόσον τα γάντια δεν ταίριαζαν στον Simpson έπρεπε να αθωωθεί («if the glove doesn’t fit, you must acquit»), ερμήνευσε αυτά τα λάθη ως συνομωσία ρατσιστών αστυνομικών κατά ενός μαύρου αποδιοπομπαίου τράγου.

Όταν ο δικαστής επέτρεψε να παιχτεί στη διαδικασία μια παλιά ηχογράφηση του ντετέκτιβ Φέρμαν με ρατσιστικές βρισιές, η πολιτική αγωγή συνειδητοποίησε αργοπορημένα, ότι μια υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας είχε μετατραπεί σε δίκη-ρεβάνς για τις φυλετικές διακρίσεις. Οι αφροαμερικανική κοινότητα δεν είχε ξεχάσει τις αθωώσεις πέντε αστυνομικών για τον άγριο ξυλοδαρμό του Ρόντνεϊ Κίνγκ, ούτε τις δεκαετίες αστυνομικών πογκρόμ στις γειτονιές τους. Ούτε φυσικά ξεχνούσαν πως στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αν ένας άντρας σαν τον Simpson πλησιάζε μια λευκή γυναίκα σαν την Νικόλ έστω και φιλικά θα είχε λιντσαριστεί για βιασμό.

Ο Simpson είχε όμως προσπαθήσει όλη του την ζωή να αποφύγει τη διττή του ταυτότητα ως μαύρος σελέμπριτι. Μεγαλωμένος σε εργατική συνοικία του Σαν Φρανσίσκο από την νυχτερινή εργάτρια μητέρα του (ο gay πατέρας του πέθανε από AIDS την δεκαετία του ‘80), αποφάσισε να ασχοληθεί με τον αθλητισμό μετά από πολλαπλές συλλήψεις για μικροαδικήματα. Η φήμη του εκτοξεύτηκε το 1967, όταν ως αθλητής στην ομάδα του πανεπιστημίου UCLA σκόραρε με ένα ιστορικό touchdown, τρέχοντας 60 μέτρα ανάμεσα από αντιπάλους με την μπάλα στα χέρια πριν «αγγίξει» το τέρμα. Σε αντίθεση όμως με άλλους διάσημους αθλητές, όπως ο Μοχάμεντ Αλί, ο Simpson αρνήθηκε να συμμετάσχει στις αντιπολεμικές διαμαρτυρίες για την επιστράτευση των μαύρων στον Πόλεμο του Βιετνάμ. «Δεν είμαι μαύρος», είχε πει τότε, «είμαι ο O.J.».

Την επόμενη χρονιά λοιπόν, ενώ οι oλυμπιονίκες στίβου Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος ύψωναν γροθιές «μαύρης δύναμης» από το βάθρο του Μεξικού, ο Σίμσον αποδεχόταν ένα εθνικό βραβείο κολεγιακού ποδοσφαίρου και πόζαρε δίπλα στον Ρίτσαρντ Νίξον. Λίγο αργότερα, ως επαγγελματίας, κερδίζε επάξια τη θέση του στο πάνθεον του αθλήματος πριν αποσυρθεί, όντας στην κορυφή. Σύντομα ήρθε το τηλεοπτικό σποτ της μεγαλοεταιρείας ενοικίασης αυτοκινήτων Hertz, που τον έδειχνε να τρέχει γελαστός μέσα σε ένα αεροδρόμιο πηδώντας πάνω από εμπόδια, ένας συμβολισμός της ταχύτητας εξυπηρέτησης της εταιρείας. Ήταν η πρώτη φορά που Αφροαμερικανός γινόταν το πρόσωπο μιας πανεθνικής διαφημιστικής καμπάνιας. Ακολούθησε το πετυχημένο πέρασμά του από την αγορά ακινήτων και το σινεμά (το κωμικό ταλέντο του είναι εμφανές στην πρώτη από τη σειρά ταινιών Naked Gun) που τον εδραίωσε ως πρότυπο για όσους Αφροαμερικανούς ήθελαν να ξεφύγουν από το γκέτο, αλλά και τους λευκούς που ανέχονταν τις μειονότητες μόνο ως απολιτίκ διασκεδαστές. Πίσω από τον χαρισματικό, εντυπωσιακά όμορφο, και με ουδέτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά Simpson, η Αμερική καμουφλάριζε έτσι τις φυλετικές ανισότητες στην αυγή του Ρεηγκανισμού.

Η δίκη όμως τράβηξε μια γραμμή ανάμεσα στον «άχρωμο» σελέμπριτι και τον μαύρο κατηγορούμενο. Όπως λέει και ένας συνεντευξιαζόμενος στον Έντελμαν «όσο μακριά και να τρέξεις, πάντα στο τέλος θα βλέπεις έναν μαύρο στον καθρέφτη». Αυτός ο μαύρος έγινε ταμειακή μηχανή για πολύ κόσμο. Η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση της δίκης καθήλωνε καθημερινά εκατομμύρια Αμερικανών, οδηγώντας μια νέα έξαρση της τηλεοπτικής ποινικολαγνείας και την ίδρυση καναλιών αποκλειστικά για δικαστικές υποθέσεις. Δικηγόροι, μάρτυρες και συγγενείς εξαργύρωναν για χρόνια την εφήμερη διασημότητα που τους χάρισε η υπόθεση (οι αδερφές Καρντάσιαν είναι παιδιά ενός δικηγόρου υπεράσπισης). Ακόμα και η οικογένεια Γκόλντμαν δεν αντιστάθηκε στο κέρδος από την προσωπική της τραγωδία, όταν απέσπασε τα δικαιώματα βιβλίου στο οποίο ο Simpson περιέγραφε το πως θα είχε κάνει τα εγκλήματα «εάν» ήταν ένοχος. Με βάση τα παραπάνω, η επιλογή του Έντελμαν να ντύσει μουσικά τα πλάνα από την ανακοίνωση της αθώωσης με την 9η Συμφωνία του Νέου Κόσμου του Αντονίν Ντβόρζακ (λευκοί έκλαιγαν, μαύροι πανηγύριζαν) ήταν κάτι περισσότερο από αισθητική νότα, αλλά ιστορική διαπίστωση: η δίκη του Simpson έγινε ο προάγγελος μιας εποχής όπου τα μίντια δικάζουν επικαλούμενα το κοινό περί δικαίου αίσθημα, ακόμα και όταν αυτό είναι διχασμένο. Τα δικαστήρια είναι καταδικασμένα να αντιδρούν στον μιντιακό θόρυβο και την αφηρημένη κοινή γνώμη – και ο ποινικο-μιντιακός τροχός γυρίζει.

Στον τρέχοντα αιώνα, που η τηλεόραση και ο Τύπος συναντούν διαδραστικά ένα τεράστιο παγκόσμιο κοινό στο διαδίκτυο, η παρακαταθήκη της δίκης του προηγούμενου αιώνα γίνεται ακόμα πιο εμφανής. Όσο πιο απεχθές και εξωφρενικό ένα έγκλημα, ιδίως αν εμπλέκει πρόσωπα της επικαιρότητας, τόσο περισσότερα τα κλικ και οι εκκλήσεις για την τιμωρία «τεράτων» ως συλλογική κάθαρση. Όσον αφορά ειδικά την έμφυλη βία, η «εποχή του #metoo» επανέφερε μια εμμονή με τις καταγγελίες και αυτεπάγγελτες διώξεις ως υποκατάστατο της κοινωνικής αλλαγής, αντλώντας βολικά την εγκυρότητα αυτής της στάσης από ακραία εγκλήματα (η δολοφονία της Κυριακής Γρίβα είναι ένα τέτοιο, εγχώριο παράδειγμα). Τόσο οι καταδικαστικές αποφάσεις, όσο και οι αθωωτικές παραδόξως επιβεβαιώνουν το αίτημα για περισσότερη αστυνόμευση και αποσιωπούν τις ανισότητες εντός της κατηγορίας «γυναίκα». Για την εισαγγελέα Κλαρκ, και τις λευκές γυναίκες που διαδήλωναν έξω από την έπαυλη του Simpson, η Νικόλ ήταν μια «every woman», το τέλειο σύμβολο ενός καθολικού κοινού πόνου. Οι μαύρες γυναίκες που κακοποιούνταν συστηματικά μέσα στα σπίτια τους από το LAPD ήταν για εκείνες μια αόρατη στατιστική.

Τι έχει αλλάξει από τότε; Η αστυνομική βία και εγκληματικότητα στις ΗΠΑ μειώθηκαν δραματικά από την δεκαετία του ‘90 και μετά (το ίδιο ισχύει σε μικρότερο ποσοστό και για την ενδοοικογενειακή βία εκεί) όμως η μιντιακά καθοδηγούμενη ανάφλεξη του κοινωνικού αυτοματισμού απέναντι στο ατομικό έγκλημα δεν φαίνεται να κοπάζει ούτε στις ΗΠΑ, ούτε φυσικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, που τελούν υπό την πολιτισμική της ηγεμονία. Ο Simpson δεν είναι τόσο γνωστός στη χώρα μας, ο απόηχος της δίκης του όμως βρίσκει έκφραση και στην δική μας ποινικολαγνική επικαιρότητα και φεμινιστική κινηματική δράση.

Ένας πρώην φίλος του Simpson λέει στον Έντελμαν πως του είχε εξομολογηθεί ότι «εάν η Νικόλ δεν είχε βγει από το σπίτι με το μαχαίρι, τώρα θα ζούσε». Η αλήθεια για το τι ακριβώς συνέβη στο Μπρέντγουντ το βράδυ της 12ης Ιουνίου 1994 βρίσκεται θαμμένη σε τέτοιες αμφίβολης πιστότητας αναμνήσεις. Οι πρώην φίλοι που εγκατέλειψαν τον Simpson μετά την αθώωση, δεν είχαν δει, δεν είχαν ακούσει, δεν είχαν μιλήσει για τη συστηματική κακοποίηση της Νικόλ όσο ο «Χυμός» ήταν ένα γοητευτικό σελέμπριτι. Η αργοπορημένη πίστη τους πως ο διάσημος φίλος που τους καλούσε για μπάρμπεκιου και τένις στην έπαυλή του ήταν τελικά ένας στυγνός δολοφόνος δεν είναι παρά μια συνειδητοποίηση ότι η φήμη και η επιτυχία δεν κρατούν για πάντα. Ο O.J. Simpson όμως δεν ξεγέλασε ούτε εκείνους, ούτε τους ενόρκους, ούτε φυσικά τους μαύρους που τον στήριξαν. Η Αμερική μάλλον ξεγέλασε εκείνον.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Νέες συλλήψεις για την Greek Mafia

Ο ποδοσφαιρικός Παναθηναϊκός ως μια διδακτική ιστορία

Νέα Αριστερά για Βαρτζόπουλο: Η ΝΔ συνεχίζει να προωθεί τον ακροδεξιό λόγο

Σερβιτόροι εναντίον μαγείρων

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα