Με δύο δημόσιες δηλώσεις το Πατριαρχείο Μόσχας απάντησε σε όσα συνέβησαν κατά τους εορτασμούς των 30 χρόνων της Ανεξαρτησίας της Ουκρανίας και τονίζοντας την ανάγκη να υπάρξει ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Συγκεκριμένα, τρεις ημέρες μετά το πέρας της επίσκεψης του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου – που είχε την ευκαιρία να ξαναδεί πολλές φορές τον Ποροσένκο και τους συν αυτώ- στην Ουκρανία (τις μαζικές λαϊκές αντιδράσεις των πιστών που αρνούνται να δεχθούν το πραξικόπημα της Αυτοκεφαλίας κάλυψε με αποστολές το «Κοσμοδρόμιο») και κατά τον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με το παλαιό ημερολόγιο – που εκκλησιαστικά τηρεί ο Σλαυικός κόσμος – ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος, απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα, έκανε λόγο για την ενότητα της Ορθοδοξίας που «διαρρηγνύεται σήμερα από δυνάμεις του κακού».
Εμμέσως αναφερόμενος στον κυρίαρχο ρόλο της CIA και του Στέητ Ντηπάρτμεντ, «των δυνάμεων του κακού», στην απόφαση του Πατριάρχη να παραχωρήσει αυτοκεφαλία σε μια σχισματική Εκκλησία, παιδί της ακροδεξιάς και του εθνικισμού, και με σκληρούς χαρακτηρισμούς για τις πράξεις του Πατριαρχείου, ο Πατριάρχης Μόσχας συνέχισε λέγοντας πως: « αυτές οι δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τη δεινότατη κατάσταση, η οποία έχει διαμορφωθεί στην Ουκρανία, αγωνίζονται να διαρρήξουν την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εν μέρει επιτυγχάνουν. Το παράδειγμα είναι η εφάμαρτη και δυσκατανόητη επίσκεψη του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στο Κίεβο και το συλλείτουργό του με τους σχισματικούς» που «για άλλη μια φορά αποδεικνύει εκείνην τη δυσκολότατη πορεία, την οποία διανύει η Εκκλησία του Χριστού».
Ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας μίλησε από του Ιερού Βήματος, σε μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του Ορθόδοξου Κόσμου, κάτι που δίνει και ακόμη μεγαλύτερη – πολιτική- σημασία στους λόγους του.
Με δεδομένες τις προσπάθειες και εκκλήσεις που έγιναν ώστε ο Πατριάρχης να μην παραστεί στην Ουκρανία, με δεδομένες τις εκκλήσεις διαλόγου από τους χιλιάδες πιστούς της Κανονικής Εκκλησίας, με δεδομένες, σε πρώτο χρόνο, τις αντιδράσεις άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στην παπική στάση του Οικουμενικου Πατριάρχη, αλλά και τις άθλιες επιθέσεις μέσων αμερικάνικης επιρροής σε όποιον «τόλμησε» να μιλήσει τον Λόγον της Αληθείας, οι δηλώσεις του Πατριάρχη Μόσχας καταγράφουν την απόφαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας να μη συνεχίσει να αγωνίζεται για την επίτευξη διαλόγου και επαναφορά στην εκκλησιαστική τάξη. Κατά την άποψή μου, οι χαρακτηρισμοί του Μόσχας ακριβώς την «τελεία και παύλα» που βάζει στις διπλωματικές προσπάθειες, και στην σκλήρυνση της στάσης του εκεί Πατριαρχείου.
desinat novitas incessere vetustatem*
Σε αυτή την εκτίμηση συνδράμουν και οι αντίστοιχες δηλώσεις στις οποίες προέβη ο αντιπρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, πρωθιερέας Νικόλαος Μπαλασώφ, αναλύοντας όσα είπε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στις (πολλές, αλλά περίπου κεκλεισμένων των θυρών) ομιλίες του στο Κίεβο.
Ο π. Νικόλαος Μπαλασώφ κατέγραψε όσα επαναλαμβανόμενα θέματα εμφανίστηκαν σε όλες αυτές τις ομιλίες. Καταγράφουμε εδώ τις δηλώσεις του, και τα σχόλιά μας ακολουθούν στο τέλος, γιατί αφορούν σε ολόκληρο το κείμενο και καταγράφουν την μέγιστη ανησυχία που προκύπτει για την Παγκόσμια Ορθοδοξία σήμερα, ειδικά αν συνδυαστεί με όσα είπε ο Μόσχας Κύριλλος από Ιερού Βήματος:
«Ιδού τι απασχόλησε τον Πατριάρχη.
Το αυτοκέφαλο (η εκκλησιαστική ανεξαρτησία) της λεγόμενης «Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας» («ΟΕΟ»), που συγκροτήθηκε από εκπροσώπους σχισματικών ομάδων, απονεμήθηκε δήθεν απολύτως νόμιμα. Τα κατά φαντασίαν «προνόμια» του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία δήθεν του παραχωρούν δικαιώματα λήψεως μονομερών αποφάσεων έναντι άλλων κατά τόπους Εκκλησιών, επίσης είναι δήθεν απολύτως νόμιμα και κανονικά. Η Κωνσταντινούπολη δήθεν δεν αλλοίωσε τίποτε στην παραδοσιακή ορθόδοξη εκκλησιολογία, αλλά τουναντίον, την αλλοιώνουν όσοι δεν συμφωνούν σήμερα να υποτάσσονται κατά πάντα στον ουδέποτε σφάλλοντα “πνευματικό ηγέτη 250 (ή 300) εκατομμυρίων ορθοδόξων χριστιανών παγκοσμίως”, όπως αρέσκεται να αυτοτιτλοφορείται ο “πράσινος Πατριάρχης”. Τουλάχιστον, αρεσκόταν παλαιότερα, διότι τώρα κατέστη πλέον σε όλους κατανοητό ότι η πλειονότητα των ορθοδόξων χριστιανών δεν θεωρεί τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο πνευματικό του ηγέτη μετά τη σχισματική δράση την οποία επέλεξε.
Η από Κιέβου ρητορική του Πατριάρχη Βαρθολομαίου δείχνει ότι ο Παναγιώτατος ανησυχεί εξαιτίας της κριτικής της αντικανονικής εισπηδήσεως του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στις ουκρανικές υποθέσεις, η οποία ηχεί από ιεράρχες, θεολόγους και ιστορικούς πολλών ορθοδόξων Εκκλησιών.
Δεν καταφέρνει όμως ο Πατριάρχης να δώσει πειστικές απαντήσεις, οι οποίες θα παρακινούσαν τις άλλες κατά τόπους Εκκλησίες στην αναγνώριση της νεοφανούς αυτοκεφαλίας της «Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ουκρανίας». Απλώς ισχυρίζεται και επαναλαμβάνει κάθε φορά επίμονα ότι έχει πάντοτε δίκιο, διότι ο θρόνος Κωνσταντινουπόλεως έχει πάντα δίκιο, ότι η “Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία”, με την οποία ταυτίζει τον εαυτό του, δεν έχει ανάγκη να συζητήσει τίποτε και με κανέναν, διότι ουδέποτε σφάλλει και πάντοτε σταυρώνεται και προσφέρεται ως θυσία χάριν του κοινού μας οφέλους και προτείνει σε όλους τους ορθοδόξους να το αποδεχθούν αυτό και να το πιστέψουν, διαφορετικά δήθεν δεν θα είναι πλέον καν ορθόδοξοι.
Το γεγονός όμως είναι ότι εμείς οι ορθόδοξοι, δεν έχουμε και ουδέποτε είχαμε τέτοιο δόγμα πίστεως. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ουδόλως είναι Πάπας της Ρώμης. Και δεν ήταν εμείς οι ορθόδοξοι, που συγκαλέσαμε την Α´ Βατικανή Σύνοδο. Και το παπικό αλάθητο ( το infallibilitas, δηλ. η ικανότητα να μην σφάλλει) ακόμη και κατά την αντίληψη των αδελφών μας ρωμαιοκαθολικών, με τους οποίους τόσο ραγδαία προσεγγίζει σήμερα το Φανάρι, υπόκειται σε σοβαρούς περιορισμούς.
Ο Πατριάρχης στην εόρτια ομιλία του στον περίβολο της Σοφίας του Κιέβου παραπονέθηκε για κάποιους “νεολογισμούς, νέες διατυπώσεις και επικίνδυνες εκκλησιολογικές απόψεις” καθώς και “προσπάθειες ανατροπής εκκλησιαστικών θεσπίων”, οι οποίες τείνουν στην “υποτίμηση του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως” μέχρι σχεδόν την κατάσταση του “μουσειακού εκθέματος”. Αναγνωρίζει ακόμη ότι “υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι θεωρούν ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποκλίνει της πραγματικότητας”. Και προς απάντηση, προφανώς αισθανόμενος ωστόσο την ανεπάρκεια της σημερινής του επιχειρηματολογίας, υπόσχεται στο “εγγύς μέλλον” να δείξει και “τα σχετικά κείμενα και όλη την πορεία αυτού του (ουκρανικού) ζητήματος”.
Την κοινή μελέτη πάντως των “σχετικών κειμένων” και της ιστορικής πορείας του ζητήματος, προσκαλώντας επί τούτω τους κορυφαίους επιστήμονες από διάφορες χώρες, προ πολλού έχει προτείνει στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ο Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κύριλλος, μεταξύ άλλων και κατά την τελευταία του επίσκεψη στο Φανάρι τον Αύγουστο του 2018. Τότε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος απάντησε ότι δεν διαθέτει προς τούτο χρόνο, αλλά και ότι άνευ αυτών όλα του είναι ξεκάθαρα. Εάν τώρα ανανεώθηκε το ενδιαφέρον για τα κείμενα, μπορούμε να του υποδείξουμε την καλαίσθητη έκδοση με τίτλο “Επανένωση της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. 1676-1686: Μελέτες και κείμενα”, η οποία κυκλοφόρησε το 2019 από την Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια υπό τη γενική επιμέλεια του μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα. Εκεί έχουν συγκεντρωθεί όλα όσα είναι απαραίτητα. Το βιβλίο έχει 912 σελίδες και 246 αρχειακά κείμενα. Την μεταφράζουμε ήδη στην ελληνική γλώσσα, αν και θα χρειασθεί βεβαίως χρόνος. Σε περιληπτική μορφή το θεμελιώδες ιστορικό υλικό εκτίθεται κάλλιστα στο πόνημα του μητροπολίτη Κύκκου Νικηφόρου με τίτλο “Το σύγχρονο Ουκρανικό Ζήτημα και η κατά τους θείους και ιερούς κανόνες επίλυσή του”, το οποίο είναι διαθέσιμο στα ελληνικά και στα αγγλικά και πολύ σύντομα θα κυκλοφορήσει και στα ρωσικά.
Είναι αμφίβολο βεβαίως, εάν οι ρυθμιστές των τυχών του κόσμου από τις ακτές του Βοσπόρου, όπου η ιστορική πραγματικότητα τριακοσίων και πλέον ετών καταργείται με μια απλή μονοκοντυλιά, ενώ οι σχισματικοί και οι αναθεματισμένοι με την ίδια ευκολία μεταμορφώνονται σε “ορθοδόξους ιεράρχες”, θα επιδείξουν έστω κάποιο ενδιαφέρον για την αλήθεια της ιστορίας και το δίκαιο των κανόνων. Σχετικά με τους τελευταίους ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έκρινε σκόπιμο για παν ενδεχόμενο να πει στο Κίεβο ότι την ερμηνεία αυτών “εμπιστεύθηκε όχι στους επιστήμονες του γραφείου”, αλλά σε εκείνους που πρέπει. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, σε ποιον.
“Νομίζετε, κύριοι, ότι το κράτος είστε εσείς; Το κράτος είμαι εγώ!”, δήλωσε κάποτε ο Λουδοβίκος ΙΔ´ στους βουλευτές της Βουλής της Γαλλίας.
“L’église c’est moi! (Η Εκκλησία είμαι εγώ!)», – λες και ακούγεται τώρα στις ομιλίες, που εκφωνήθηκαν στο Κίεβο. Η δυσκολία έγκειται μόνο στο ότι για κάποιο λόγο δεν το πιστεύουν αυτό όλοι…».
Μπορεί να εξηγήσει και ερμηνεύσει πολλά κανείς από αυτά, όμως η βασικότερη παρατήρηση είναι ότι η Μόσχα αποφασίζει και ακολουθεί, ένα ένα, τα βήματα που ακολούθησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο πριν το μεγάλο σχίσμα που έφερε το Φιλιόκβε και ο Παπισμός, τον 10ο αιώνα. Η κλιμάκωση μας οδηγεί να συμπεράνουμε ό,τι οι δηλώσεις αυτές αποτελούν μια πολύ ισχυρότερη, από τις προηγούμενες, προειδοποίηση, που μπορεί να οδηγήσει στην καταδίκη του Οικουμενικού Πατριάρχη για αίρεση. Διότι ο Παπισμός είναι αίρεση και μάλιστα έχει χαρακτηριστεί από Συνόδους – τα δημοκρατικά όργανα της Ορθοδόξου Εκκλησίας που ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει διαγράψει, δρώντας μόνος και κωφεύοντας σε όποιες εκκλήσεις – ως «βλασφημία κατά της Ευαγγελικής αληθείας» και «εωσφορικήν πλάνη», κι εκείνο το τόσο ταιριαστό στη σημερινή κατάσταση «φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας».
Κατά την άποψή μου, η κλιμάκωση οφείλει και πρέπει άμεσα να σταματήσει – αλλοιώς βαδίζουμε σε αυτό που όλοι απευχόμαστε, και που η Εκκλησία έχει ξαναζήσει και ακόμη πληρώνει. Η επιμονή μας στην καταγραφή των λαϊκών αντιδράσεων και του πιστού λαού, στην αλήθεια της Εκκλησίας – που είναι του Χριστού και όχι του Βαρθολομαίου, ας μας επιτραπεί- ήταν ακριβώς για να υπενθυμίσουμε όσα οι Πατριάρχες των Ιστορικών μας Πατριαρχείων είχαν πει και συνυπογράψει, αντιμέτωποι με τον Παπισμό. Τότε που τόνιζαν πως «ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ, ὡς ἔργῳ ἐπειράθησαν καὶ πολλοὶ τῶν ἀπὸ τοῦ σχίσματος Παπῶν τε καὶ Πατριαρχῶν Λατινοφρόνων μηδὲν ἀνύσαντες».
Το “Πατριαρχών Λατινοφρόνων” ας μείνει στα υπόψιν, καθώς αναμένουμε το επόμενο βήμα. Όπως και το γεγονός ότι ο υπεύθυνος εξωτερικών υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, μητροπολίτης Ιλαρίων, έχει αναφερθεί σε παλαιότερο χρόνο ακριβώς σε όσα όρισε η συγκεκριμένη σύνοδος.
Για τα γεωπολιτικά των όσων είπε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στο Κίεβο, υπό το πρίσμα και των όσων συμβαίνουν παράλληλα, θα επανέλθουμε σύντομα.
*η καινοτομία ας παύσει να μολύνει την αρχαιότητα